- πάπας
- I
Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων.1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806-10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε μια μετάφραση του έργου του A.I. Koμενίου με τον τίτλο Ονομαστικόν περί του παντός. Έγραψε και άλλα έργα, που αναφέρονται σε κείμενα του Α. Βρεττού.2. Αριστείδης († Ιανουάριος 1821). Λόγιος και Φιλικός, από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Εργάστηκε ως δάσκαλος στην Ελλάδα, στην Ιταλία (Νεάπολη, ίσως και Λιβόρνο) και στη Βιέννη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Χριστόδουλο Λουριώτη στις 25 Οκτωβρίου 1818 στη Νεάπολη. Στα τέλη του έτους αυτού ή στις αρχές του 1819 έφτασε στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξε εξαιρετική δραστηριότητα, μυώντας τον Βιάρο Καποδίστρια, τον Ηπειρώτη έμπορο Κωνσταντίνο Γεροστάθη, τον διδάσκαλο Θεοδόσιο Δημάδη και τον Λευκαδίτη Μιχαήλ Σικελιανό. Ήρθε επίσης σε επαφή με τους εκεί φυγάδες Σουλιώτες και τους ενίσχυσε οικονομικά. Μετά την Κέρκυρα συνέχισε τη δράση του στους Παξούς, στη Λευκάδα και στη Ζάκυνθο, όπου κατήχησε τους ευγενείς Ζακυνθίους Αν. Φλαμπουριάρη, Διονύσιο και Καντιάνο Ρώμα. Στην Πάτρα μύησε τον Έλληνα πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασόπουλο.Την άνοιξη του 1820 η Ανώτατη Αρχή της Φιλικής τού ανέθεσε να έρθει σε επαφή –μαζί με τον Χριστόφορο Περραιβό– με τους Σέρβους και τους Βλάχους και να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους στην Επανάσταση. Τον Ιούλιο του έτους αυτού συνάντησε στο Κίεβο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, χάρη στις ενέργειες του οποίου πέτυχε να του δοθεί συστατικό γράμμα του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Σούτσο. Έτσι, έφτασε στο Βουκουρέστι, όπου εργάστηκε με άνεση για τους σκοπούς της Εταιρείας.Τον Ιανουάριο του 1821 ανέλαβε να έρθει σε επαφή με τον Σέρβο ηγεμόνα Μίλος Ομπρένοβιτς, για να πετύχει την υπογραφή μυστικής ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας· πιάστηκε όμως αιχμάλωτος από τους Τούρκους, πριν φτάσει στον προορισμό του, και, για να μην αποκαλύψει στην ανάκριση μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, αυτοκτόνησε. Άλλες πηγές ωστόσο μιλούν για βασανιστικές ανακρίσεις των Τούρκων, ανεύρεση και κατάσχεση ενοχοποιητικών εγγράφων και για δολοφονία του Π. κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την οθωμανική πρωτεύουσα.IIΜικρασιατικό νησί στα ΒΑ της Ρόδου. Στο νησί βρίσκονται αρχαία ερείπια και μια πυραμίδα από τούβλα. Οι Τούρκοι το ονομάζουν Παπά-αντασί.* * *και πάππας, ο, ΝΜΑ1. (στην αρχαία Εκκλησία) τιμητικός εκκλησιαστικός τίτλος τού ιερέα και από τον 3ο αιώνα τού επισκόπου, ιδίως τής Αλεξάνδρειας, τής Αντιόχειας και τών Ιεροσολύμων, αργότερα δε και μερικών επισκόπων τής Δύσης2. τιμητικός τίτλος που αποδίδεται από τον 9ο αιώνα στον επίσκοπο Ρώμης, αρχηγό τής Δυτικής Εκκλησίας, και από το 1929 κοσμικό αρχηγό τού μικρού κράτους τού Βατικανούνεοελλ.φρ. α) «κρατάει τον πάπα απ' τα γένια» — λέγεται για κάποιον που καυχιέται, χωρίς να έχει αξίαβ) «ούτε ο γκραν πάπας να τό πει (δεν το κάνω)» — λέγεται ως κατηγορηματική άρνησηγ) «το αλάθητο τού πάπα» — το πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο στην Εκκλησία που αναγνώρισε στον πάπα το 1870 η σύνοδος τού Βατικανού και τα οποία η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία απορρίπτειαρχ.1. τιμητικός τίτλος ο οποίος δινόταν σε θεούς2. (θωπευτική λέξη τών παιδιών προς τον πατέρα τους) μπαμπάς («πάππα φίλε», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. τής παιδικής γλώσσας που ανάγεται στο θ. πα- τού πατήρ* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. μάμμη), δηλωτική τροφής (πρβλ. λατ. pappa, -ae «τροφή»). Η ονομ. πάππας προήλθε από την κλητική πάππα. Ο τ. συνδέεται με το λατ. pappa «μπαμπάς» (πρβλ. mamma), που στους χριστιανικούς χρόνους αποδόθηκε ως τίτλος αγάπης και σεβασμού σε επισκόπους και αρχιερείς, γενικά, και ειδικότερα στον επίσκοπο Ρώμης, αρχηγό τής Δυτικής Εκκλησίας, από όπου με την ίδια σημ. πέρασε και στην Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.